ἀπαγομένων

ἀπαγομένων
ἀπάγω
lead away
pres part mp fem gen pl
ἀπάγω
lead away
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • отъводимъ — (1*) прич. страд. наст. к отъводити в 1 знач.: намъ же ѿводимомъ. с бѣсы во ѡгнь неѹгасимыи (ἀπαγομένων) ФСт XIV/XV, 81г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”